- ἀπολύμενος
- ἀπολύωdestroy utterlyaor part pass masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε … Dictionary of Greek
Φράνκο, Νικολό — (Franco, Μπενεβέντο 1515 – Ρώμη 1570). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Δημοσίευσε στη Νάπολη, το 1535, τη συλλογή λατινικών επιγραμμάτων, Ισαβέλλα, ως ύμνο προς την αντιβασίλισσα Ισαβέλλα της Κάπουα. Στη συνέχεια πήγε στη Βενετία, όπου… … Dictionary of Greek
απολύομαι — απολύομαι, απολύθηκα, απολυμένος βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής